περιεκτήσατο

περιεκτήσατο
περϊεκτήσατο , περί-κτάομαι
procure for oneself
aor ind mid 3rd sg
περϊεκτήσατο , περί-κτέομαι
procure for oneself
aor ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περικτώμαι — άομαι, Α [κτώμαι] 1. αποκτώ την απόλυτη κυριότητα πράγματος («περιεκτήσατο δυναστείαν», Ιώσ.) 2. (το απρμφ. τού ενεστ.) περικτᾱσθαι (κατά τον Αμμώνιο) «περιποιεῑν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”